Πετρέλαιο


Το πετρέλαιο (Petroleum, από το ελληνικο πέτρα και έλαιο, "λάδι της πέτρας" / λατινικά Oleum - έλαιο), που μερικές φορές στην καθημερινή γλώσσα αποκαλείται και μαύρος χρυσός ή τσάι του Τέξας, ειναι ενα παχύρευστο, μαύρο ή βαθύ καφετί ή πρασινωπό υγρό ορυκτό, που αποτελεί και τη σπουδαιότερη σήμερα φυσική πηγή ενέργειας.

Χημική σύσταση

Το αργό πετρέλαιο (το ακατέργαστο) είναι υγρό ορυκτό, μίγμα υδρογονανθράκων, δηλαδή ουσιών που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο, κατά ένα μεγάλο μέρος της σειράς των αλκανίων, που όμως περιέχει και αρκετούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, και το οποίο βρίσκεται μέσα σε κοιλότητες διαφόρων πετρωμάτων, στα ανώτερα στρώματα μερικών περιοχών τού φλοιού της Γης.

Προέλευση

Περί της ερμηνείας της δημιουργίας του πετρελαίου υπάρχουν πολλές και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες. Παλαιότερα παραδέχονταν οι χημικοί και γεωλόγοι ερευνητές του αντικειμένου ότι το πετρέλαιο σχηματίσθηκε από ανθρακομεταλλικές ενώσεις, τα λεγόμενα καρβίδια, όπως ακριβώς από το ανθρακαργίλιο που σχηματίζεται το μεθάνιο, από το ανθρακασβέστιο το ακετυλένιο, και από άλλα καρβίδια άλλοι κατώτεροι υδρογονάνθρακες όπως αυτοί που απαντώνται στο πετρέλαιο. Αν και η θεωρία αυτή ανάγει στη δημιουργία του πετρελαίου από ανόργανες πρώτες ύλες, είναι πράγματι ευφυής, παρά ταύτα σήμερον έχει σχεδόν τελείως εγκαταλειφθεί. Δύο από τους ισχυρότερους λόγους που αποτελούν τα επίμαχα και ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της ακολουθούμενης σύγχρονης θεωρίας είναι η παρουσία αζωτούχων ενώσεων αφενός, και η εμφάνιση οπτικής στροφικής ικανότητας ορισμένων πετρελαίων αφετέρου. Η δεύτερη αυτή θεωρία, που είναι και γενικότερα παραδεκτή ανάγει την δημιουργία του πετρελαίου σε φυτικές και ζωϊκές πρώτες ύλες.

Ο Γεωλόγος Ποτονιέ ξεκίνησε να δέχεται πως το πετρέλαιο είναι προϊόν αποσύνθεσης ατελέστατων ζωϊκών και φυτικών οργανισμών που εγκλείστηκαν μέσα στα πετρώματα σε μεγάλο βάθος στη Γη. Οπαδοί αυτού δέχονται επίσης πως οι εν λόγω οργανισμοί ήταν κυρίως θαλάσσιοι (θαλασσόβιοι) ανάλογοι μ΄ εκείνους που αποτελούν το πλαγκτόν, όπου τα λείψανα αυτών παρασύρθηκαν από θαλάσσια ρεύματα και ανέμους και συγκεντρώθηκαν κατά μεγάλες ποσότητες στους πυθμένες θαλασσίων λεκανών (κόλπων, λιμνοθαλασσών κ.λπ). Οι λεκάνες δε αυτές στη συνέχεια από διάφορες αναστατώσεις της επιφάνειας της Γης αποκλείσθηκαν και καταχώθηκαν. Έτσι εκ του αποκλεισμένου αυτού οργανικού υλικού προέκυψε εξ αποσύνθεσης, υπό την επίδραση αναεροβίων βακτηρίων, το πετρέλαιο.

Η θεωρία αυτή βασίστηκε επίσης στο γεονός ότι στα διάφορα πετέλαια βρέθηκαν επίσης ίχνη χλωροφύλλης και αιμίνης. Η ύπαρξη των ενώσεων αυτών αποδεικνύει αφενός τη φυτική και ζωϊκή προέλευση, αφετέρου ότι η δημιουργία αυτή έγινε κάτω από ήπια βιολογική δράση, δεδομένου ότι οι ενώσεις αυτές αποσυντίθονται σε θερμκρασία μεγαλύτερη των 250 βαθμών. Η θεωρία δε αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο και από το γεγονός ότι τα πετρέλαια σήμερα εντοπίζονται πάντα σε τυπικά ιζηματογενή πετρώματα που συνοδεύονται και από αλμυρό νερό.

Ενδείξεις κοιτάσματος

Η παρουσία πετρελαϊκού κοιτάσματος στο υπέδαφος δεν αποκαλύπτει πάντοτε και επιφανειακές ενδείξεις. Συνεπώς η ανακάλυψη τέτοιων κοιτασμάτων μπορεί να γίνει τελείως συμπτωματικά. Τέτοια περίπτωση ήταν στην Αργεντινή το 1908 όταν σε γεώτρηση για πόσιμο νερό ανακαλύφθηκε πετρέλαιο.

Επιφανειακές ενδείξεις πάντως μπορεί να θεωρηθούν οι ακόλουθες:

1. Εκτεταμένη γυμνή όψη επιφάνειας όπου δεν παρατηρείται βλάστηση.

2. Ύπαρξη πηγών αλμυρών ή θειούχων θερμών υδάτων.

3. Παρατηρούμενα εξερχόμενα αέρια από το υπέδαφος, συχνά αποτελούν σοβαρή εξωτερική εκδήλωση πετρελαϊκού κοιτάσματος.

4. Επίσης τα ιλώδη ή βορβορώδη ηφαίστεια βρίσκονται κοντά σε τέτοια κοιτάσματα, περίπτωση Καυκάσου.

5. Αναβλύσεις πετρελαίου ή πίσσας αποτελούν την κυριότερη επιφανειακή εκδήλωση ύπαρξης κοιτάσματος, που όμως είναι αδύνατον με μόνο αυτή τη παρατήρηση να εξαχθούν συμπεράσματα επί της οικονομικής εκμετάλλευσης του τυχόντος κοιτάσματος.

Μέθοδοι ανακάλυψης

Ανεξάρτητα όμως των παραπάνω ενδείξεων οι γεωλόγοι ερυνητές αναγκάζονται ν΄ακολουθήσουν διάφορες μεθόδους ικανές προς εξαγωγή σαφέστερων συμπερασμάτων, όπως τη σεισμική, την ηλεκτρική, τη σταθμική, τη ραδιενεργή μέδοδο, καθώς και τους ακολουθούμενους δύο τρόπους γεώτρησης, τύπου "κέιμπ τουλ" και η τύπου "ρόταρυ".

1. Σεισμική μέθοδος. Αυτή η μέθοδος βασίζεται κυρίως στη ταχύτητα μετάδοσης δονήσεων ενός προκαλούμενου τεχνητού σεισμού. Πραγματοποιείται με δύο τρόπους είτε της διάθλασης, είτε της ανάκλασης και βεβαίως με αντίστοιχα σεισμικά όργανα.

2. Ηλεκτρική μέθοδος. Αυτή η μέθοδος βασίζεται κυρίως στο γεγονός ότι ο φλοιός της Γης έχει ορισμένες ηλεκτρικές σταθερές μία εκ των οποών είναι και η αντίσταση διαβίβασης του ηλεκτρικού ρεύματος. Έτσι με δεδομένο ότι το πετρέλαιο δεν είναι καλός αγωγός, η ένδειξη μεγαλύτερης σχετικής αντίστασης μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη παρουσίας πετρελαϊκού κοιτάσματος.

3. Ηλεκτρoμαγνητική μέθοδος. Αυτή βασίζεται σε ευαίσθητα όργανα, τα καλούμενα μαγνητόμετρα που μπορούν να μετρήσουν με σχετικά μεγάλη ακρίβεια τη μαγνητική ένταση της Γης από τόπο σε τόπο.

4. Σταθμική μέθοδος. Αυτή βασίζεται στην μέτρηση της έντασης της βαρύτητας στα διάφορα σημεία της επιφάνειας της Γης.

5. Ραδιενεργή μέθοδος. Η μέθοδος αυτή κρίνεται πολύ αξιόπιστη όπου και εφαρμόζεται με επιτυχία σε οριζόντιες τοποθεσίες.

* Γενικά όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την επικρατούσα άποψη, το πετρέλαιο δεν είναι και τόσο σπάνια ουσία, αφού δεν υφίσταται Χώρα σχεδόν που να μήν έχει ίχνη πετρελαίου ή ασφάλτου ή φυσικά γήινα αέρια, πλην όμως η δυνατότητα εκμετάλλευσης αυτών είναι που τα προσδιορίζει ως σπάνια (υφιστάμενη ποσότητα και κόστος εξόρυξης).

Μορφή - Σύνθεση

Το ορυκτό πετρέλαιο, ή "αργό πετρέλαιο" όπως λέγεται, μπορεί να ποικίλλει στην εμφάνιση, τη σύνθεση, και την καθαρότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθεση των πετρελαίων αυτά κατατάσσονται σε τρεις βασικές κατηγορίες, στα:

1. Παραφινικά πετρέλαια. Αυτά περιέχουν στερεή παραφίνη και κατά την απόσταξη δίνουν σημαντική αναλογία ελαφρών κλασμάτων που αποτελούνται αποκλειστικά από κεκορεσμένους υδρογονάνθρακες της αλειφατικής σειράς. Και τά μεν πρώτα της σειράς αυτής μεθάνιο, αιθάνιο, προπάνιο και βουτάνιο παρατηρούνται και στα αέρια που συνοδεύουν το πετρέλαιο στην εξόρυξή του.

2. Ασφαλτικά πετρέλαια. Αυτά δίνουν περισσότερο βαρέα κλάσματα όπως μαζούτ και ορυκτέλαια. Τα ελαφρά κλάσματα των πετρελαίων αυτών αποτελούνται κυρίως από κεκορεσμένους κυκλικούς υδρογονάνθρακες (ναφθένια) της πολυμεθυλενικής σειράς, και

3. Ασφαλτοπαραφινικά πετρέλαια. Αυτά αποτελούν μίξη των παραπάνω κατηγοριών όπου η μία σειρά δεν υπερτερεί της άλλης.

Εξόρυξη

Η εξόρυξη του πετρελαίου γίνεται από ειδικές πυργωτές εγκαταστάσεις, που εγκαθίστανται πάνω στις λεγόμενες πετρελαιοπηγές. Το πετρέλαιο λαμβάνεται μετά από διάτρηση του εδάφους, λεγόμενη γεώτρηση στη μορφή του αρτεσιανού φρέατος όπου το πετρέλαιο σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω των υφιστάμενων πιέσεων αναβλύζει υπό μορφή πίδακα ύψους πολλών μέτρων. Συνηθέστερα όμως εξάγεται δι΄ απάντλησης κατόπιν προκαλούμενης πίεσης στην αρχή ύδατος επί του οποίου και επιπλέει το προς εξόρυξη πετρέλαιο.

Συνεπώς υπάρχουν πολλές μέθοδοι αύξησης της παραγωγής πετρελαίου από τις πηγές όπως: δι΄ εξακόντισης νιτρογλυκερίνης, ή δι΄ εισαγωγής υπό πίεση υδροχλωρικού οξέος ή ακόμα μετά από διαβίβαση αερίων υπό πίεση.

Γενικά το πετρέλαιο, από τις πετρελαιοπηγές, φέρεται αναμεμιγμένο με αέρια, νερό καθώς και με μικρές ποσότητες άμμου. Τα μεν αέρια αποχωρίζονται μέσω ενός διαχωριστού και χρησιμοποιούνται είτε προς επανεισαγωγή εντός των πηγών (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) είτε οδηγούνται προς το εμπόριο ως φυσικά αέρια, είτε τέλος διαβιβάζονται εντός απορροφητικού ελαίου. Το δε νερό αποχωρίζεται από το πετρέλαιο δια παραμονής αυτού σε δεξαμενές οπότε και αποχωρίζεται και η άμμος (με καθίζηση). Αν όμως έχει αναμιχθεί το πετρέλαιο με το νερό ως γαλάκτωμα τότε είναι απαραίτητες να ακολουθήσουν ιδιαίτερες διεργασίες θέρμανσης, καθώς και χημικές ή ηλεκτρικές μέθοδοι αποχωρισμού του ύδατος.

Το καθαρό πλέον ακατέργαστο πετρέλαιο συλλέγεται σε δοχεία ορισμένης χωρητικότητας από τα οποία και οδηγείται σε μεγάλες δεξαμενές από τις οποίες και θ΄ ακολουθήσει η περαιτέρω κατεργασία του δηλαδή η διύλισή του με κλασματική απόσταξη

Χρήση

Χρησιμοποιείται συνήθως για την παραγωγή, μέσω της διύλισης, καυσίμων για μηχανές εσωτερικής καύσης και για το λόγο αυτό είναι μια σημαντική πηγή ενέργειας (στατιστικές παγκόσμιας ενέργειας ΔΟΕ - Διεθνής Οργανισμός Ενεργείας). Είναι επίσης η πρώτη ύλη για πολλά χημικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των διαλυτών, των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων, καθώς και στα συνθετικά προϊόντα όπως των πλαστικών και των απορρυπαντικών μέχρι ακόμη και ορισμένων εκρηκτικών υλών. Τα προϊόντα αυτά που προέρχονται απ' το πετρέλαιο λέγονται πετροχημικά και ο κλάδος της χημείας που ασχολείται με την ανάπτυξή τους πετροχημεία.

* Το πετρέλαιο (υγρό καύσιμο), μαζί με τους γαιάνθρακες, (στερεό κάυσιμο) και το φυσικό αέριο, (αέριο καύσιμο), αποτελούν τα ορυκτά καύσιμα.

Δείτε επίσης

* Διυλιστήριο

* Πετρελαιαγωγός

* Πλωτή εξέδρα εξόρυξης

* Δεξαμενόπλοιο

* Παράγωγα πετρελαίου

Χημεία

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License