Μεγαλακρία


Η μεγαλακρία είναι πάθηση των ενηλίκων που προκαλείται από τη, σε υπερβολικό βαθμό, έκκριση της αυξητικής ορμόνης. Η ορμόνη προέρχεται από τα σωματοτρόπα αδενώματα του εγκεφάλου, που είναι καλοήθεις όγκοι οι οποίοι αναπτύσσονται στην πρόσθια υπόφυση.

Ορολογία

Η ετυμολογία του όρου προέρχεται από τις λέξεις: "μεγάλος" + "άκρος", και σημαίνει μεγέθυνση των άκρων (δηλαδή των χεριών, των ποδιών, αλλά και τους προσώπου). Ο αγγλικός όρος acromegaly είναι ένα γλωσσικό δάνειο από την ελληνική γλώσσα.

Σχέση με γιγαντισμό

Από την ετυμολογία του όρου διαπιστώνεται και η σχέση με τον γιγαντισμό: Όταν ένα σωματοτρόπο αδένωμα αναπτυχθεί σε ένα παιδί (που δεν έχει περάσει την εφηβική ηλικία), τότε η νόσος που προκαλείται λέγεται "γιγαντισμός" και προκαλεί πολύ πιο εντυπωσιακές εξωτερικές αλλαγές. Αντίθετα, όταν ένα τέτοιο αδένωμα αρχίζει να εκκρίνει την ορμόνη αφού έχει επιτευχθεί το τελικό ύψος (σε έναν ενήλικα), τότε οι διαφορές είναι εντοπισμένες και προκαλούν τη "μεγαλακρία". Σε αυτήν την περίπτση, τη διάγνωση βοηθά η μελέτη μιας παλαιότερης φωτογραφίας του ασθενούς (τα πιο χαρακτηριστικά σημεία που συνήθως εντοπίζονται είναι η μεγέθυνση της γλώσσας και των υπερόφρυων τόξων και η αύξηση της διαμέτρου των δακτύλων).

Τα συμπτώματα της πάθησης και η αντιμετώπισή της μοιάζουν με αυτά του γιγαντισμού. Ωστόσο, στην μεγαλακρία οι αλλαγές είναι λιγότερο εμφανείς και το ύψος του ατόμου δεν αυξάνει.

Πηγές

* McPhee, "Παθολογική φυσιολογία", ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, 2η έκδοση, 2000. ISBN 960-372-035-6

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License